- λογοπραγμονώ
- λογοπραγμονῶ, -έω (Α)λογοπραγώ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < *λογοπράγμων < λογο-* + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek